Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019


ΛΕΥΚΩΜΑ 
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
του 
Δημήτρη Τσιγάρα

Ο οργανοπαίχτης, το όργανό του και το κοινό του.

Ένας άλλος κόσμος, απαράμιλλης ομορφιάς, ο κόσμος της μουσικής, των μουσικών οργάνων και των εκτελεστών τους, που ελευθερώνει τα συναισθήματά μας και μας βοηθάει να συνδεθούμε με την πραγματική μας φύση, ένας κόσμος μαγικός κι ανεξερεύνητος, γεμάτος από μοναδικά και ποικιλόμορφα κατασκευάσματα, που παράγουν μουσική, γεμάτος από παιχνιδιάτορες, δεξιοτέχνες κι ερμηνευτές, που εκφράζονται παίζοντας (ποιώντας) μουσική. Ένας κόσμος που μας προσκαλεί και μας δίνει τη δυνατότητα να τον γνωρίσουμε με μια άλλη ματιά μέσα από τις σελίδες αυτού του λευκώματος.
Στην παρούσα εργασία γίνεται μια εικαστική προσέγγιση σ’ αυτόν τον κόσμο, στα μουσικά όργανα και τους οργανοπαίχτες, με την απόδοση σκίτσων και με αναφορά στα στοιχειώδη χαρακτηριστικά κάθε μουσικού οργάνου.
Με εργαλεία: ένα πενάκι, ένα μολύβι και την χρήση του Photoshop δημιουργήθηκε μια σειρά από 150 ασπρόμαυρα σκίτσα που αποτελούν τη θεματική ενότητα: «Τα σκίτσα των μουσικών και η μουσική των σκίτσων» (Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες).
Το σκίτσο γράφει και αποτυπώνει την εικόνα με τους δικούς του κανόνες. Βοηθάει στον υπαινιγμό του βάθους και δίνει ταυτόχρονα τη χαρά του στιγμιαίου, που έχει το σκίτσο, και της τρισδιάστατης πλαστικότητας των όγκων, που έχει η γλυπτική.
Στον βαθμό που τα σκίτσα μάς επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε την αφήγηση για τους οργανοπαίχτες και τα μουσικά τους όργανα, παρατηρούμε να αναδεικνύεται ως κυρίαρχο στοιχείο της σκηνογραφίας η έκφραση των χεριών, του προσώπου και γενικότερα η έκφραση της γλώσσας του σώματος κάθε οργανοπαίχτη, την στιγμή που εκφράζεται με το όργανό του. Κάθε παίξιμο μουσικού έργου έχει το δικό του διακριτό χαρακτήρα, που φαίνεται στις εκφράσεις του προσώπου του οργανοπαίκτη, έτσι όπως θα τις φανταζόμασταν ακούγοντας τη μουσική με κλειστά μάτια.
Έτσι τα σκίτσα γίνονται το μέσο για να δούμε τον κόσμο της μουσικής, τα μουσικά όργανα και τους οργανοπαίχτες με μία διαφορετική ματιά.
Στα 150 σκίτσα που εμπεριέχονται στο λεύκωμα παρουσιάζονται 90 μουσικά όργανα, από κάθε μουσική οικογένεια, από όλο τον κόσμο και σε όλο το φάσμα του χρόνου (από το μονόχορδο έως την ψηφιακή απόδοση του ήχου).
Στη θεματολογία των σκίτσων, εντάσσονται οργανοπαίχτες μικροί και μεγάλοι σε ηλικία, άντρες και γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο και από όλα τα είδη μουσικής.
Διάσημοι, δεξιοτέχνες που χειρίζονται με άνεση το υλικό τους, που ξέρουν τι επιδιώκουν και έχουν κατασταλάξει στην ερμηνευτική τους πρόταση. Αλλά και άσημοι ερασιτέχνες που παίζουν μόνο για την ευχαρίστησή τους και για την παρέα. Μοναδικό στοιχείο που τους ενώνει όλους, είναι η αγάπη τους για την μουσική, αυτή την εξαιρετική μορφή τέχνης και έκφρασης των συναισθημάτων μας.
Άλλωστε, η μουσική είναι η μόνη «γλώσσα» που μπορεί να ακούσει κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως, φύλου, χρώματος, καταγωγής, κουλτούρας και να την καταλάβει.
Είναι το μοναδικό είδος που μπορεί να «μιλήσει» στις ψυχές των ανθρώπων, να προκαλέσει δυνατά συναισθήματα, να ακουστεί από την μία άκρη της γης ως την άλλη και να εμπνεύσει.
Καλή περιπλάνηση στον κόσμο της μουσικής, με τους οργανοπαίχτες και τα μουσικά τους όργανα!
Δημήτρης Τσιγάρας

Το μονόχορδο υπήρξε αρχαίο μουσικό και επιστημονικό όργανο, το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με το έργο του αρχαίου φιλοσόφου και θεωρητικού της μουσικής Πυθαγόρα, ο οποίος το χρησιμοποιούσε και για να διδάσκει τους μαθητές του φιλοσοφία. Φέρει μία χορδή που εκτείνεται επί ενός ακουστικού ηχείου. Η χρήση κινητών τάστων επιτρέπει την ελεγχόμενη αλλοίωση του ύψους του τόνου, από την οποία προκύπτει η μεταξύ τους μαθηματική σχέση.

Η κιθάρα του Απόλλωνα, υπήρξε έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο της Αρχαιότητας, το οποίο ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια της λύρας. Στην ίδια οικογένεια ανήκε και η βάρβιτος, που αποτελεί στην ουσία τη βαθύφωνη εκδοχή του ιδίου οργάνου.

Η αρχαιοελληνική λύρα είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, γνωστό για τη χρήση του στην κλασική αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία η πρώτη λύρα κατασκευάστηκε από το Θεό Ερμή και ήταν δώρο προς το Θεό Απόλλωνα ώστε εκείνος να τον συγχωρήσει γα την κλοπή των βοδιών του. Αποτελούνταν από καβούκι χελώνας και χορδές από τα εντόσθια ζώων.

Η αρχαιοελληνική λύρα

Η αρχαιοελληνική λύρα

1. Οργανοπαίχτες
Με τον όρο «οργανοπαίχτης» καλείται το άτομο που μπορεί να παίζει κάποιο ή κάποια μουσικά όργανα και ασχολείται με την εκτέλεση των μουσικών έργων. Μπορεί να είναι ερασιτέχνης ή να ασκεί βιοποριστικά το επάγγελμά του ως εκτελεστής μουσικού οργάνου.
Ο όρος συνήθως αναφέρεται σε άτομα που παίζουν με δεξιοτεχνία και επαγγελματικά κατά βάση.
Στη χώρα μας παλαιότερα, πολλοί επαγγελματίες οργανοπαίκτες κυρίως της παραδοσιακής μουσικής, ήταν αυτοδίδακτοι. Οι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες εργάζονταν κατά κομπανίες, που αποτελούνταν από τέσσερα έως πέντε άτομα. Η τέχνη μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο, και οι κομπανίες απαρτίζονταν από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Τα πιο συνηθισμένα όργανα ήταν το βιολί, το κλαρίνο, το ντέφι, το λαούτο και το σαντούρι. Σύχναζαν σε πανηγύρια και ήταν περιζήτητοι στους γάμους και στα γλέντια.
Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλά είδη μουσικών οργάνων και ο καθένας μπορεί να επιλέξει κάποιο της αρεσκείας του, να ασχοληθεί με αυτό που μιλάει στην ψυχή του, να το γνωρίσει, να μάθει τα μυστικά του και να εκφραστεί.
Για την εκμάθηση και την κατάρτιση ενός οργάνου απαιτείται εξάσκηση και μελέτη.
Στη χώρα μας λειτουργούν στα ΑΕΙ Τμήματα Μουσικών Σπουδών. Οι σπουδές επίσης, γίνονται σε ωδεία και σε ιδιωτικές σχολές.
Ο επαγγελματίας οργανοπαίχτης απαιτείται να έχει μουσική παιδεία, αγάπη και αφοσίωση για το αντικείμενο της εργασίας του, επιδεξιότητα στο χειρισμό του μουσικού οργάνου, ακουστική ικανότητα και ικανότητα συνεργασίας και ομαδικής εργασίας, όταν είναι μέλος ορχήστρας.
Στην αρτιότερη εκδοχή της ιδιότητας του «επαγγελματία» οργανοπαίχτη παρατηρούμε μια συνεχή αναζήτηση του προσωπικού ήχου του καθενός. Μια αποτύπωση όλων των εμπειριών επάνω στη μουσική για την δημιουργία ενός κόσμου που να τον εκφράζει.
Σε μια εποχή κατά την οποία τα όρια μεταξύ των ειδών είναι όλο και πιο δυσδιάκριτα, οι οργανοπαίχτες ερευνούν την ανάπτυξη εναλλακτικών προσεγγίσεων στα όργανά τους ώστε να μπορούν να συνδυάσουν στους αυτοσχεδιασμούς τους ακόμα και όλα τα είδη.
Ο κόσμος της αυτοσχεδιαστικής μουσικής είναι ευρύτατος και συνενώνει χώρους που δεν φανταζόμαστε. Ο παραδοσιακός δεξιοτέχνης μουσικός στο πανηγύρι αυτοσχεδιάζει. Το ίδιο και οι λαϊκοί οργανοπαίκτες στο πάλκο. Ακόμα και οι συνθέτες κλασικής μουσικής, στα κοντσέρτα και τις σονάτες τους, άφηναν χώρο στον μουσικό να ξεδιπλώσει την τέχνη του – η περίφημη καντέντσα. Μπορούν να κάνουν σύγχρονες διασκευές και αυτοσχεδιασμούς σε γνωστά μουσικά κομμάτια έτσι ώστε να παραμένουν ανοιχτοί στους μουσικούς τους ορίζοντες...
Μπορούν να μας φέρνουν κοντά το παλιό και το καινούργιο, τον φυσικό και τον ηλεκτρικό ήχο για να μας μυήσουν στην γοητεία του αυτοσχεδιασμού.
Στην ταλάντευση ανάμεσα στην πειραματική και την παραδοσιακή μουσική.
Μπορούν να δημιουργούν ένα ηχητικό περιβάλλον όπου τα όρια μεταξύ ακουστικής και ηλεκτρονικής μουσικής να χάνονται.
Σαν μικροί θεοί, οι οργανοπαίχτες, δίνουν φωνή στα όργανά τους και μεγαλύνουν το χάρισμα της ζωής!

Το ακορντεόν είναι ένα αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο, ιδιαίτερα διαδεδομένο στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική πολλών Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών χωρών.

Το ακορντεόν διαθέτει κουμπιά, που ονομάζονται ρεζίστρα ή ρετζίστρα τα οποία διαφοροποιούν τη χροιά του ήχου, τόσο στο δεξί όσο και στο αριστερό μέρος, συνήθως με συνδυασμούς οκτάβων. Η φυσούνα χειρίζεται και από τα δύο χέρια, όχι μόνο για την παραγωγή αέρα, αλλά και για την διαφοροποίηση των δυναμικών.

Το ακορντεόν παίζεται κρατώντας το με τα δύο χέρια στο ύψος του στήθους. Συχνά χρησιμοποιούνται ιμάντες στήριξης (από το όργανο στους ώμους) λόγω του βάρους του οργάνου. Το αριστερό χέρι χειρίζεται ένα πληκτρολόγιο παρόμοιο με αυτό του μπαντονεόν, που αντιστοιχεί σε έως και 140 διαφορετικούς συνδυασμούς ελεύθερων μπάσων νοτών ή συγχορδιών.

Το ακορντεόν, λόγω της ιδιότητάς του να συνδυάζει μελωδία και συνοδεία, αγαπήθηκε και ενσωματώθηκε στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική πολλών λαών. Στην Ευρώπη, συνδέθηκε άρρηκτα με τη γαλλική λαϊκή μουσική του 20ού αιώνα, όπως επίσης και με το ρεπερτόριο του ταγκό. Ευρεία είναι η διάδοσή του στην ιταλική και ελληνική μουσική, ενώ αποτελεί κυρίαρχο όργανο σε μπάντες σλαβόφωνων χωρών.

Η φυσαρμόνικα είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο, οι ήχοι του οποίου παράγονται από μια σειρά ελεύθερα παλλόμενων γλωττίδων που φέρονται εντός μικρών φρεατίων, (1-16), όμοιας διάταξης σε σειρά. Οι ήχοι του οργάνου παράγονται είτε με δυνατή εκπνοή (φύσημα) είτε με εισπνοή (ρούφηγμα) μετακινούμενο δεξιά - αριστερά στα χείλη.

Η φυσαρμόνικα διαδόθηκε περί τον 19ο αιώνα σε χρήση μουσικής κυρίως μπλουζ και κάντρι. Στην Ελλάδα, η χρήση του είναι σχετικά περιορισμένη κυρίως στο ελαφρό τραγούδι και του νέου κύματος που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970.

Με τον όρο φυσαρμόνικα χαρακτηρίζονται και κάποια απλά ακορντεόν που αντί για πλήκτρα φέρουν οπές που κλείνει ο οργανοπαίκτης με τα δάχτυλά του. Η φυσαρμόνικα φέρεται είτε με το ένα χέρι, είτε με τις παλάμες χεριών δημιουργώντας έτσι ένα αντηχείο.

Η Φυσαρμόνικα είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο. Πρόγονος του οργάνου αυτού φέρεται ο πολύαυλος των αρχαίων Ελλήνων, καθώς και το σενγκ των Κινέζων ή το σο των Ιαπώνων.

Η φυσαρμόνικα στη σκιά της πανσελήνου.

Η λαλίτσα

Η οκαρίνα είναι ένα μικρό πνευστό μουσικό όργανο, δημοφιλές στη Λατινική Αμερική. Είναι κατασκευασμένο από πηλό (τερακότα) ή από μέταλλο ή από κόκαλο, ωοειδούς σχήματος, με τρύπες που ανοιγοκλείνουν με τα δάχτυλα.

Παραλλαγή του μουσικού οργάνου, οκαρίνας.

Η ονομασία οκαρίνα οφείλεται στο σχήμα του οργάνου που μοιάζει με πουλί. 

Κιθαρίστας - Φυσαρμονίστας. Η φυσαρμόνικα φέρεται επί σταθερής επιστήθιας βάσης που επιτρέπει στον φυσαρμονίστα ελευθερία χεριών για παράλληλη χρήση άλλου μουσικού οργάνου, την κιθάρα.

Η κιθάρα ανήκει στα έγχορδα μουσικά όργανα και αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ.

Η κιθάρα, ως σύγχρονο μουσικό όργανο, δανείζεται το όνομά της από το αρχαιοελληνικό ομώνυμο όργανο.

Η κιθάρα υπήρξε έγχορδο μουσικό όργανο της ελληνικής Αρχαιότητας, το οποίο ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια της λύρας. Στις μέρες μας η κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο, το οποίο δανείζεται το όνομά του από το αρχαιοελληνικό ομώνυμο όργανο, αλλά ωστόσο αποτελεί εξέλιξη μιας ξεχωριστής οικογένειας εγχόρδων οργάνων, που περιλαμβάνει το λαούτο, ενώ απαντάται σε πλήθος πολιτισμών με διαφορετικές ονομασίες και κατασκευαστικά στοιχεία.

Στη σύγχρονη εκδοχή της, η κιθάρα αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Η οικογένεια της κιθάρας περιλαμβάνει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους.

Στην κλασική και ακουστική κιθάρα το σώμα είναι κοίλο και αποτελεί το αντηχείο του οργάνου, ενισχύοντας τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον τελικό ήχο που θα βγάλει το όργανο.

Η κιθάρα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ, heavy metal, ποπ, λαϊκή, παραδοσιακή μουσική και ποπ ροκ, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασικής μουσικής.

Οι χορδές της κιθάρας περνάνε πάνω από την ταστιέρα, όπου ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία (τάστα) με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός απ' τον αντίχειρα, αυξομειώνοντας το μήκος τους ώστε να αλλάζει ανάλογα την συχνότητα που θα πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται, είτε «τραβώντας» τες με τα νύχια των δακτύλων, εκτός του μικρού, είτε χτυπώντας τες με μια πένα.

Η κιθάρα flamenco στηρίζεται (με διάφορους τρόπους) στο δεξί πόδι. Η στάση αυτή εξυπηρετεί το σύνολο των τεχνικών του δεξιού χεριού – κυρίως το ρυθμικό παίξιμο και τα rasgueados - φέρνοντας το, πιο κοντά στον καβαλλάρη, όπου οι χορδές είναι πιο σκληρές με τα αποτελέσματα το χέρι να έχει καλλίτερα ρεφλέξ και να μπορεί να παίξει γρηγορότερα.

Ακουστική κιθάρα λέγεται η κιθάρα η οποία για την παραγωγή ήχου χρησιμοποιεί μόνον ακουστικές μεθόδους, εν αντιθέσει με την ηλεκτρική κιθάρα, της οποίας ο ήχος παράγεται μέσω ηλεκτρονικής ενίσχυσης. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ακουστικών κιθάρων και υποκατηγορίες, κυρίως ανάλογα των χορδών (νάιλον ή μεταλλικών).

Η κύρια πηγή του ήχου σε μια κιθάρα είναι η χορδή, η οποία απομακρύνεται ή χτυπιέται με το δάκτυλο ή με μια πένα. Η χορδή δονείται με την απαραίτητη συχνότητα και δημιουργεί επίσης πολλές αρμονικές σε διάφορες διαφορετικές συχνότητες.

Λαϊκός μουσικός που γράφει, τραγουδά και παίζει ρεμπέτικα τραγούδια με το μπουζούκι.

Το μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Ο συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης συνέθεσε όλα τα τραγούδια του στο μπουζούκι.

Το σύγχρονο μπουζούκι καθιερώθηκε στην Ελλάδα από τον δεξιοτέχνη Μανώλη Χιώτη και διαθέτει τέσσερις διπλές χορδές σε κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (ανά ζεύγος).

Το μπουζούκι διαθέτει τρεις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.

Οι παραλλαγές του μπουζουκιού ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι και πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων.

Ο τζουράς είναι νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Θεωρείται μικρογραφία του μπουζουκιού, καθώς έχει μανίκι και κεφαλάρι όμοιο, αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά.

Το μπουζουκοκίθαρο (Ιρλανδέζικο μπουζούκι). Είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο. Η υβριδική φύση του οργάνου ανάμεσα σε μπουζούκι και κιθάρα, οι τρεις διπλές χορδές του, παράγουν έναν πλούσιο, γλυκό, και μεταλλικό ήχο που το ανέδειξαν σε βασικό όργανο των απανταχού Κελτικών ορχηστρών.

Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, είναι νυκτό μουσικό όργανο, μετεξέλιξη της αρχαιοελληνικής πανδούρας και μικρογραφία του μπουζουκιού, που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές.

Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.

Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίκτες να τον κρύψουν εύκολα, αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας.

Ο ταμπουράς έχει βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται, συνήθως μεταξύ τριών (μονές, διπλές αλλά και τριπλές). Το μέγεθος των ταμπουράδων μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο.

Ο ταμπουράς, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με μακρύ χέρι, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος πανομοιότυπων λαούτων (όπως για παράδειγμα το τούρκικο σάζι), καθώς θεωρείται όργανο αναβίωσης κυρίως στα βυζαντινά χρόνια. Το Σάζι, έχει μια βαθιά στρογγυλή πλάτη, αλλά πολύ μεγαλύτερο λαιμό. Μπορεί να παιχτεί με ένα πλέγμα ή με ένα στυλ δάχτυλων που είναι γνωστό σαν ράπας.

Το Ναπολιτάνικο μαντολίνο είναι έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο.

Η ηλεκτρική μαντολίνα είναι ένα υβριδικό μουσικό όργανο ανάμεσα σε μαντολίνο και ηλεκτρική κιθάρα, εξοπλισμένο με ηλεκτρικό pickup.

Το μαντολίνο είναι έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Δημιουργήθηκε λίγο πριν το τέλος του 17ου αιώνα. Είναι η τελειοποίηση της «μαντόλα» (Mandola ή Mantola).

Το banjo είναι ένα όργανο τεσσάρων, πέντε ή έξι χορδών με μια λεπτή μεμβράνη που απλώνεται πάνω σε ένα πλαίσιο ως αντηχείο, η οποία είναι τυπικά κυκλική. Το banjo συνδέεται συχνά με τη λαϊκή και την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική. Χρησιμοποιείται επίσης πολύ συχνά στην παραδοσιακή τζαζ («trad»).

Το μακέτο (πορτογαλικό: machete de braga) είναι ένα μικρό όργανο από τη Μαδέρα της Πορτογαλίας. Το όργανο έχει ένα διπλό κοίλωμα, παραδοσιακά κατασκευασμένο από ξύλο, με ένα μικρό πλευρό και περιέχει τέσσερις μεταλλικές χορδές, οι οποίες ανάλογα με την περιοχή συνδέονται με ξύλινους μανταλάκια.

Το ουκουλέλε ή γιουκαλίλι, όπως συχνά αποκαλείται σύμφωνα με την αγγλική προφορά, είναι έγχορδο μουσικό όργανο στο σχήμα της κιθάρας. Προέρχεται από το πανομοιότυπο όργανο machete da braca, το οποίο μεταφέρθηκε στη Χαβάη.

Η μπαλαλάικα είναι ρωσικό έγχορδο μουσικό όργανο, που χρησιμοποιείται κυρίως στη Ρωσία από τον 13ο αιώνα. Αποτελείται από τριγωνικό ηχείο που φέρει αρκετές οπές και μακρύ λαιμό που τέμνεται κατά διαστήματα από μεταλλικές γραμμές.

Οι χορδές της μπαλαλάικας από έντερα και αργότερα μεταλλικές, στην αρχή ήταν δύο και αργότερα τρεις, κρούονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ενώ το κούρδισμά τους γίνεται με ποικίλους τρόπους συνηθέστερος των οποίων είναι σε τόνο «μι» «μι», (ομοφωνία), και «λα».

Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι Λα Ρε Σολ (κρητικό λαούτο) και Λα Ρε Σολ Ντο (στεριανό και νησιώτικο λαούτο), από κάτω προς τα πάνω.

Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα, κλαρίνο, ή άλλα όργανα. Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου συνοδεύει κυρίως την λύρα, καθώς και στην Κύπρο, όπου συνοδεύει συνήθως το βιολί . Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.

Η λάφτα ή, όπως είναι αλλιώς γνωστό, το πολίτικο λαούτο, είναι το όργανο που υπήρχε πριν από το ούτι στην Οθωμανική μουσική, αλλά εξέλλειψε σχεδόν εντελώς κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Σε αντίθεση με το ελληνικό λαούτο, το πολίτικο, λόγω των μετακινούμενων μπερντέδων ανήκει στα ασυγκέραστα όργανα. Μικρότερο σε μέγεθος και χαμηλότερο σε ένταση από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, παίζεται με πένα-φτερό και οι χορδές του είναι 3 διπλές και μία μονή.


Το Κρητικό λαούτο ή λαγούτο


Η Κρητική λύρα είναι τρίχορδο, τοξωτό, απιδόσχημο μουσικό όργανο, που κατέχει κεντρική θέση στην παραδοσιακή μουσική της Κρήτης και άλλων νησιών του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων (Δωδεκανησιακή λύρα ή λυράκι). Θεωρείται η πλέον δημοφιλής παραλλαγή της βυζαντινής λύρας που χρησιμοποιείται σήμερα.

Το παλαιό μοντέλο της Κρητικής λύρας (λυράκι), είναι χρονισμένο σε 5-1-4. Ο εκτελεστής παίζει τη μελωδία στην πρώτη και την τρίτη χορδή, χρησιμοποιώντας τη δεύτερη χορδή για να συντηρεί βόμβο. Στη σύγχρονη λύρα η χορδή βόμβου έχει αντικατασταθεί από τρεις διαδοχικές χορδές (Σολ-Ντο-Λα). Η σύγχρονη λύρα, είναι χρονισμένη σε πέμπτα και, όπως και το βιολί, δε διαθέτει ειδικές χορδές βόμβου, ενώ όλες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μελωδικές χορδές.

Η λύρα έχει σώμα με απιδόσχημο ή ελλειπτικό καπάκι. Συνήθως έχει δυο μικρές ημικυκλικές τρύπες για το ηχείο. Σώμα και λαιμός σκαλίζονται από το ίδιο κομμάτι ξύλο, που αφήνεται να παλιώσει για τουλάχιστον 10 χρόνια. Παραδοσιακά, προερχόταν από δέντρα που φύονταν στο νησί, κυρίως βελανιδιά, μουριά ή σφενδάμι.

Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά μέρη: Κύριο σώμα, εξαρτήματα και το τόξο. Το Τόξο ή «δοξάρι» είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του, η πάνω που λέγεται «μύτη» και η κάτω που λέγεται «τακούνι».

Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Φέρεται επίσης και με το όνομα κεμετζές. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση.

Η Ποντιακή λύρα είναι έγχορδο μουσικό λαϊκό όργανο που το παίζουν οι Έλληνες του Πόντου. Το όργανο ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, που χειρίζονται με δοξάρι. Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά.

Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό επίπεδο μουσικό όργανο. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 24 νότες. Οι χορδές κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια).

Υπήρξαν πολλοί σπουδαίοι σαντουριέριδες όπως ο Αριστείδης Μόσχος, ο οποίος και είχε δημιουργήσει σχετική σχολή διάδοσης ο Τασος Διακογιώργης, που είχε συμμετάσχει σε όλα τα σύγχρονα έργα σπουδαίων συνθετών, ο Δημήτρης Κοφτερός, ο οποίος έχει ασχοληθεί και με την συγγραφή βιβλίων κ.ά..

Το σαντούρι χρησιμοποιείται κυρίως στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και άλλων χωρών της Εγγύς Ανατολής.

Το σαντούρι. Η συνέχεια της παράδοσης του μουσικού οργάνου από τη νέα γενιά.

Το κανονάκι (η ονομασία του προέρχεται από τον κανόνα, το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα), είναι νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.

Το μεταλλόφωνο είναι κρουστό μουσικό όργανο που παίζεται με μπακέτες. Πάνω στο σώμα του βρίσκονται οι μεταλλικοί «ράβδοι». Κάθε ράβδος αντιπροσωπεύει μία νότα. Οι κάτω ράβδοι είναι απλές νότες ενώ οι πάνω είναι οι «διέσεις».

Το ξυλόφωνο είναι κρουστό μουσικό όργανο, το οποίο αποτελείται από σειρά ξύλινων ημικυλινδρικών πλακών ίδιου πλάτους και πάχους, αλλά διαφορετικού μήκους, οι οποίες στηρίζονται σε δυο σημεία από ελαστικό και παράγουν φθόγγους δύο ή και τριών μουσικών κλιμάκων με τη χρήση μπαγκετών.

Το κλαρίνο ή κλαρινέτο είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.

Το κλαρίνο διασπάται συνήθως σε πέντε τμήματα και αποθηκεύεται σε βαλιτσάκι σε κομμάτια. Τα τμήματα αυτά του κλαρίνου ξεκινώντας από την κορυφή, είναι το επιστόμιο, το βαρελάκι, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και η καμπάνα.

Το βιολί, ως παραδοσιακό μουσικό όργανο είναι πολύ διαδεδομένο κυρίως στην μικρασιατική, νησιώτικη και κρητική μουσική. Ο Ελληνικός λαός λέγοντας βιολιά (στον πληθυντικό) χαρακτηρίζει τις μικρές λαϊκές ή παραδοσιακές ορχήστρες από διάφορα όργανα όπως φλάουτο, κλαρίνο, ούτι, ντέφι, τσαμπούνα κλπ. που απαρτίζονται κυρίως σε γιορτές γάμων και πανηγύρια.

H γκάιντα ή τσαμπούνα είναι ένα είδος άσκαυλου, δηλαδή είδος παραδοσιακού πνευστού μουσικού οργάνου. Αποτελείται από τον ασκό, το επιστόμιο και το τμήμα παραγωγής ήχου. Το τελευταίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς γλωττιδόφωνους αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα φθόγγο που κρατάει το ίσο.

Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Ανήκει στα ελληνικά ποιμενικά όργανα, μαζί με το σουραύλι, τη μαντούρα και το θιαμπόλι. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, καθώς και ανοικτό και στα δύο του άκρα. Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή μουσική.

Το Θιαμπόλι είναι ένα είδος μικρής φλογέρας από λεπτό καλάμι. Το μήκος του είναι 20 με 25 εκατοστά με λοξοκομμένο το μέρος όπου φυσάει ο παίκτης και κλεισμένο με τον «πείρο», ένα είδος τάπας με λεπτή σχισμή για να περνά ο αέρας. Πάνω στον κύλινδρο και εκεί που τελειώνει ο πείρος ανοίγεται μια τετράγωνη συνήθως τρύπα και στη συνέχεια πιο κάτω έξι τρύπες μπροστά και μία πίσω που χρησιμεύουν για τη μελωδία.

H φλογέρα του βοσκού

Ο ζουρνάς είναι ξύλινο πνευστό όργανο που δημιουργεί έναν έντονο και διαπεραστικό ήχο. Έχει οκτώ τρύπες στο μπροστινό μέρος, επτά από τις οποίες χρησιμοποιούνται κατά την αναπαραγωγή του ήχου, και μία τρύπα για τον αντίχειρα που αλλάζει οκτάβα. Είναι παρόμοιο με το mizmar της αραβικής μουσικής.

Το vielle ή το μεσαιωνικό βιολί ήταν το πιο δημοφιλές όργανο στην ακμή του για κοσμική συνοδεία τραγουδιού. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη τον 11ο αιώνα και συνέχισε να παίζεται μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, με περίοδο ακμής τον 12ο και τον 13ο αιώνα.

Το μπαντονεόν είναι αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο, ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Αργεντινή. Όπως το ακορντεόν, παίζεται κρατώντας το όργανο ανάμεσα στα δύο χέρια και τραβώντας ή σπρώχνοντάς το, πατώντας ταυτόχρονα ένα ή περισσότερα κουμπιά με τα δάχτυλα. Σε αντίθεση με το ακορντεόν, το μπαντονεόν δεν έχει πλήκτρα όπως του πιάνου, αλλά κουμπιά και στις δύο πλευρές.

Το gayageum ή το kayagum είναι ένα παραδοσιακό κορεσμένο με χτυπητήρι όργανο χορδών με 12 χορδές, αν και μερικές πιο πρόσφατες παραλλαγές έχουν 21 ή άλλους αριθμούς χορδών. Είναι ίσως το πιο γνωστό παραδοσιακό κορεατικό μουσικό όργανο.

Τα κινέζικα μουσικά όργανα Gayageum, και Pipa.

Η πίπα (pipa) είναι το πιο αντιπροσωπευτικό έγχορδο όργανο της Κίνας.

Η πίπα (pipa) ανήκει στην κατηγορία των λαγούτων κι έχει 4 χορδές.

Το ραμπάμπ είναι ένα έγχορδο παραδοσιακό όργανο του Αφγανιστάν.

Αφγανικό ραμπάμπ.

Το σαρόντ (Sarod) είναι έγχορδο όργανο, μοιάζει στο σχήμα με το αφγανικό Rab b, προέρχεται μάλιστα από αυτό, αλλά διαφοροποιείται σημαντικά, καθώς έχει επιπλέον και Cik r (χορδές ισοκρατήματος) και Tarapha (συμπαθητικές χορδές), ενώ το μπράτσο του δεν έχει τάστα και είναι καλυμμένο με μια λεπτή μεταλλική πλάκα.

Το σιτάρ είναι ένα παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο, διαδεδομένο στις βόρειες επαρχίες της Ινδίας και του Πακιστάν. Κάθε σιτάρ έχει 21, 22 ή 23 μεταλλικές χορδές, εκ των οποίων κανείς παίζει τις 6 ή 7, επειδή βρίσκονται πάνω από τον καβαλάρη. Οι υπόλοιπες βρίσκονται κάτω από τον καβαλάρη και λειτουργούν ως συμπαθητικές.

Το σαμισέν (shamisen) είναι ένα ιαπωνικό παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο. Το Σαμισέν είναι χορδόφωνο που παίζεται με πένα. Έχει μικρό βραχίονα και δεν έχει τάστα. Το ηχείο του είναι ορθογώνιο και φτιαγμένο από δέρμα γάτας ή σκύλου. Οι χορδές είναι από μετάξι.

Είδος ανατολίτικης λύρας

Το παραδοσιακό κινεζικό λαούτο.

Το παραδοσιακό κινεζικό λαούτο, σανσιάν είναι ένα άταστο λαούτο το οποίο έχει μακριά ταστιέρα και το ηχείο του είναι παραδοσιακά φτιαγμένο από τεντωμένο δέρμα φιδιού και καλύπτει ένα στρογγυλό ορθογώνιο αντηχείο.

Το σενγκ παραδοσιακά, χρησιμοποιείται σαν συνοδευτικό όργανο των επίσης κινεζικών οργάνων suona ή του dizi, στο kunqu και σε άλλες μορφές της Κινέζικης Όπερας καθώς και σε μικρότερα μουσικά σύνολα. Ο ζεστός και μεστός του ήχος αποδίδει ωραία τις λυρικές μελωδίες ενώ η ικανότητά του να συνοδεύει με συγχορδίες το κάνει ένα εξαιρετικό όργανο συνοδείας.

Το σένγκ είναι κινέζικο, πνευστό, μουσικό όργανο που αποτελείται από κάθετους σωλήνες από καλάμι. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό σε άλλα όργανα ή σε κινέζικες όπερες.


Το didgeridoo είναι ένα απλό πνευστό μουσικό όργανο. Πρόκειται για μια ξύλινη σάλπιγγα "σωλήνα" που ταξινομείται από τους μουσικολόγους ως αεροσκάφος ορείχαλκου.


Ένα didgeridoo είναι συνήθως κυλινδρικό ή κωνικό και το μήκος του μπορεί να φτάνει από 1 έως 3 μέτρα. Το didgeridoo αναπτύχθηκε από Αυτόχθονες Αυστραλούς της βόρειας Αυστραλίας, πιθανότατα τα τελευταία 1.500 χρόνια και τώρα χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο.

Η suona, είναι μια κινέζικη σούρνα (διπλός κέρατος). Έχει ένα χαρακτηριστικό ήχο υψηλής έντασης και χρησιμοποιείται συχνά στα κινεζικά παραδοσιακά μουσικά σύνολα, ιδιαίτερα εκείνα που εκτελούν σε εξωτερικούς χώρους.

Το τικτίρι ή pungi, το οποίο ανήκει στα πνευστά μουσικά όργανα, αποτελείται από ένα ξύλινο μπουκάλι σε σχήμα κολοκύθας, το οποίο ακολουθεί ένας λεπτός σωλήνας από μπαμπού με οκτώ τρύπες για τα δάχτυλα και μία ειδική για τον αντίχειρα. Το τικτίρι το χειρίζονται αποκλειστικά και μόνο οι γητευτές φιδιών.

Το Dizi είναι ένα κινεζικό εγκάρσιο φλάουτο, που συνήθως κατασκευάζεται από μπαμπού. Χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλά είδη κινεζικής λαϊκής μουσικής, καθώς και στην κινεζική όπερα και στη σύγχρονη κινεζική ορχήστρα.

Το mizmar είναι πνευστό μουσικό όργανο αραβικής μουσικής. Στην Αίγυπτο, ο όρος mizmar αναφέρεται συνήθως στο κωνικό shawm που ονομάζεται zurna στην Τουρκία.

Η σύριγγα είναι αρχαίο πνευστό μουσικό όργανο ιδιαίτερα διαδεδομένο στον ελλαδικό χώρο, το οποίο απαρτίζεται από μια σειρά ανισομηκών σωλήνων, κολλημένων μεταξύ τους με κερί και τοποθετημένων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παράγουν μια πλήρη διατονική κλίμακα. Στις μέρες μας είναι ευρύτερα γνωστό με την ονομασία Πανφλάουτο ή Αυλός του Πανός.

Το ney είναι ένα φουσκωτό φλάουτο που εμφανίζεται με έμφαση στη μουσική της Μέσης Ανατολής. Το ney αποτελείται από ένα κομμάτι κοίλου ζαχαροκάλαμου ή γιγαντιαίο καλάμι με πέντε ή έξι τρύπες δακτύλων και μία οπή αντίχειρα.

Το Hang Drum είναι ένα κρουστό μουσικό όργανο. Έχει τη μορφή «ιπτάμενου δίσκου» με δύο ειδικά επεξεργασμένα ατσάλινα ημισφαίρια. Στο πάνω μέρος του έχει επτά ή οκτώ στρογγυλές λακουβίτσες, ενώ από στην κάτω πλευρά έχει μια οπή στο κέντρο. Οι λακουβίτσες αντιστοιχούν σε νότες μιας οκτάβας και είναι κυκλικά τοποθετημένες στο όργανο.

Το γκονγκ ανήκει στην κατηγορία των ιδιόφωνων μουσικών οργάνων, των οργάνων που παράγουν ήχο με το να πάλλεται το ίδιο τους το σώμα. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι καμπάνες, οι ωδικοί λέβητες, τα σείστρα αλλά και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Το γκονγκ είναι μπρούτζινο μουσικό όργανο και έχει την μεγαλύτερη γνωστή αντήχηση μέχρι σήμερα.

Το τύμπανο είναι ένας χαρακτηρισμός που διακρίνει ορισμένα κρουστά μουσικά όργανα, και συγκεκριμένα αυτά που φέρουν ελαστική μεμβράνη (ή κεφαλή), τεντωμένη στο άνοιγμα ενός κοίλου σώματος (το αντηχείο). Το τύμπανο παράγει ήχο κυρίως μέσω της κρούσης. Ο τυμπανιστής το παίζει με διάφορους τρόπους: με τα χέρια, με τα δάκτυλα ή με μπακέτες.

Το τουμπελέκι είναι ένα κρουστό όργανο χωρίς λαβή, που το συναντούμε συχνά στην ελληνική παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι «μαρκάρει» τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς.

Το νταούλι είναι ένα μεγάλο ξύλινο, κυλινδρικό, μπάσο τύμπανο, το οποίο μοιάζει με την κάσα των ντραμς. Στις δύο βάσεις του τοποθετούνται δέρματα που ενώνονται μεταξύ τους και τεντώνονται με κορδόνια.

Το νταούλι είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής.
Ο οργανοπαίκτης (νταουλιέρης), το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα.

Η ιστορία του νταχαρέ χάνεται στα βάθη του χρόνου και σχετίζεται με το αρχαιοελληνικό τύμπανο. Τα μεμβρανόφωνα όργανα είναι τα πρώτα που χρησιμοποίησε ποτέ ο άνθρωπος, γι’ αυτό τα συναντάμε σε διαφορετικά μεγέθη, με διαφορετικό όνομα και με διαφορετικές τεχνικές παιξίματος σε πολλές χώρες του κόσμου.

Ο νταχαρές είναι κατασκευασμένος από ένα μεγάλο ξύλινο (συνήθως καρυδιάς) κόσκινο με διάμετρο από 20 μέχρι 50 εκ. (εξαρτάται από την προτίμηση του οργανοπαίχτη) που καλύπτεται από δέρμα. Τοποθετούν επίσης στον ξύλινο σκελετό σε ίσες αποστάσεις μικρά μπρούτζινα χειροποίητα ζίλια (κύμβαλα) που σφυρηλατούνται για να ταιριάξουν οι φωνές τους.

Ο νταχαρές (ή νταϊρές) είναι ένα ντέφι με μεγάλη διάμετρο. Είναι κατασκευασμένος από ένα μεγάλο ξύλινο (συνήθως καρυδιάς) κόσκινο με διάμετρο από 20 μέχρι 50 εκ. που καλύπτεται από δέρμα. Σε παραλλαγές, τοποθετούν στον ξύλινο σκελετό σε ίσες αποστάσεις μικρά μπρούτζινα χειροποίητα ζίλια (κύμβαλα).

Το ντέφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει την οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο που κουδουνίζουν.

Η λατέρνα είναι ένα μουσικό όργανο που παράγει μουσική με ένα περιστρεφόμενο κύλινδρο με καρφιά, όπου το κάθε ένα από αυτά είναι και μία νότα. Χρειάζεται 800 περίπου ώρες για να δημιουργηθεί και 7000 καρφιά για τα 9 τραγούδια που παίζει.

Η σάλπιγγα ή αλλιώς Σάλπιγξ ήταν ένα μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων. Αποτελούνταν από μια ευθεία ενός στενού χάλκινου σωλήνα με επιστόμιο των οστών κι ένα κουδούνι (επίσης κατασκευασμένο από χαλκό), μεταβλητού σχήματος και μεγέθους. Αντίστοιχος απόγονός της με αρκετές ομοιότητες, είναι η σημερινή τρομπέτα.

Το οργανέτο (barrel organ) είναι ένα μηχανικό μουσικό όργανο βαρελιών (που ονομάζεται επίσης όργανο κυλίνδρου ή όργανο στροφάλου) αποτελούμενο από φυσητήρες και μια ή περισσότερες τάξεις σωλήνων που στεγάζονται σε μια θήκη, συνήθως από ξύλο, και συχνά εξαιρετικά διακοσμημένες.

Τα κομμάτια της μουσικής του οργανέτου κωδικοποιούνται σε ξύλινα βαρέλια (ή κυλίνδρους), τα οποία είναι ανάλογα με το πληκτρολόγιο του παραδοσιακού οργάνου σωληνώσεων. Παίζετε από ένα άτομο που γυρίζει ένα στρόφαλο.

Τρίο βιολί. Ευρηματική σύνθεση τριών βιολιών ενωμένων έτσι ώστε να αποτελούν ένα μουσικό όργανο, που παίζεται από τρεις οργανοπαίχτες.

Συγκρότημα μουσικών με χάλκινα πνευστά μουσικά όργανα και κρουστά.

Το φλάουτο. Ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή. Με την πρόσκρουση δημιουργούνται στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στον σωλήνα αέρα του οργάνου.

Οι μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου, στο φλάουτο, δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες και το λοξό φλάουτο (flauto traverso, πλαγίαυλος), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους πολιτισμούς.

Το σαξόφωνο είναι πνευστό μουσικό όργανο και παρά τη μεταλλική δομή του, ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών.

Το αγγλικό κόρνο είναι ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Είναι στην πραγματικότητα ένα μεγάλο όμποε με πιο βαθύ ήχο. Είναι όργανο με διπλή γλωττίδα, που είναι στερεωμένη πάνω σε έναν κοντό, λυγισμένο συνδετήρα. Η καμπάνα του έχει βολβοειδές σχήμα, με ένα μάλλον μικρό άνοιγμα, και σε αυτό οφείλεται το χαρακτηριστικό του ηχόχρωμα.

Το όμποε (ή οξύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα, εφαρμοσμένη σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας και που επάνω του εφαρμόζεται ένα σύστημα μεταλλικών κλειδιών. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά και ανήκει στα Ξύλινα Πνευστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά.

Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα.

Το φαγκότο (βαρύαυλος), είναι πνευστό μουσικό όργανο, που ανήκει στην οικογένεια του όμποε. Προήλθε από το παλαιό όργανο με την ονομασία μπομπάρτα μπάσσα. Η έκτασή του ξεπερνά τις τρεις οκτάβες και παρουσιάζει ποικιλομορφία στον ήχο του, ο οποίος χαρακτηρίζεται πιο σκοτεινός και μελωδικός στις χαμηλές και μεσαίες νότες και γοερός στις υψηλότερες.

Το τρομπόνι είναι χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο. Είναι ιδιόμορφη παραλλαγή της τρομπέτας. Αποτελείται από ένα σωλήνα με σταθερό μήκος και από άλλους τρεις κυλίνδρους εφοδιασμένους με «κλειδιά». Η ηχητικότητα του είναι πολύ πλούσια, δεν αλλάζει όμως η τονικότητά του.

Το γαλλικό κόρνο έχει ένα μακρύ κωνικό σωλήνα σε μορφή σπειροειδούς, ο οποίος ελίσσεται και καταλήγει σε μια μεγάλη «καμπάνα». Το γαλλικό κόρνο αποτελείται από το επιστόμιο, για την παραγωγή του ήχου μέσω της πίεσης των χειλών από τον εκτελεστή, τον ηχητικό σωλήνα, και τα έμβολα - βαλβίδες, και τη καμπάνα η οποία καθορίζει το ηχόχρωμα του κόρνου.

Η τούμπα είναι πνευστό μουσικό όργανο με 4 ή 5 βαλβίδες, που ανήκει στα χάλκινα πνευστά της συμφωνικής ορχήστρας. Χαρακτηρίζεται από το μεγάλο του μέγεθος και το βαθύ του ήχο. Είναι σε μέγεθος το μεγαλύτερο όργανο ορείχαλκου και σε ένταση ήχου το μικρότερο. Έχει φαρδύ, κωνικό σωλήνα, πλατιά καμπάνα και επιστόμιο σε σχήμα κούπας. Ο ήχος παράγεται με δόνηση ή με βούισμα από τα χείλη σε ένα μεγάλο κοίλο επιστόμιο.

Η τρομπέτα είναι αερόφωνο μουσικό όργανο με μεταλλικό επιστόμιο σε σχήμα κούπας, που ανήκει στην οικογένεια των χάλκινων πνευστών.

Η τρομπέτα 


Η τρομπέτα έχει διαπεραστική και λαμπερή τονική χροιά και μεγάλες τεχνικές δυνατότητες.

Η ανάπτυξη της δεξιοτεχνικής τεχνικής της τρομπέτας έχει κάνει πολλούς συνθέτες να τη χρησιμοποιήσουν ως μελωδικό όργανο ίδιας ευκινησίας με τα ξύλινα πνευστά και έτσι η τρομπέτα θεωρείται σήμερα δημοφιλέστατο όργανο ορχήστρας και συγκροτήματος.

Το εκκλησιαστικό όργανο χρησιμοποιείται (όπως και το πιάνο), τόσο ως σολιστικό όσο και ως ορχηστρικό όργανο. Ο ήχος του οργάνου είναι μεγαλοπρεπής και συνοδεύει σε πολλές εκκλησίες της Δύσης τις λειτουργικές ψαλμωδίες. Περιλαμβάνει μία ή περισσότερες σειρές πλήκτρων (κλαβιέ) με έκταση 4 ½ οκτάβες σε παράταξη άσπρων και μαύρων όπως αυτά του πιάνου. Επίσης περιλαμβάνει συνήθως και μία σειρά από ποδόπληκτρα (πεντάλ) με έκταση 2 ½ οκτάβες.

Το Εκκλησιαστικό όργανο είναι αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο που λειτουργεί με αέρα, ο οποίος διοχετεύεται σε αυλούς από φυσητήρες που κινούνται με ηλεκτροκινητήρα (παλαιότερα με χειροκίνητους ή ποδοκίνητους φυσητήρες). Κάθεαυλός παράγει μια μόνο νότα ενός συγκεκριμένου ηχοχρώματος.

Το τσέμπαλο είναι πληκτροφόρο όργανο, πρόγονος του πιάνου. Έχει χορδές τεντωμένες οριζόντια και παράλληλα, και έκταση που ξεκινά από 4 οκτάβες με πλήρη χρωματική κλίμακα. Πολλά τσέμπαλα έχουν δύο πληκτρολόγια και συνδυάζουν τρία ή και περισσότερα ρετζίστρα. Παράγει ήχο με τη βοήθεια μηχανισμού που συνδέει τα πλήκτρα με ένα μικρό κάθετο κομμάτι ξύλο, πάνω στο οποίο είναι στερεωμένη μια πένα από φτερό ή σκληρό δέρμα.

Το πιάνο παίζεται με πλήκτρα, τα οποία βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη και τα οποία όταν πατηθούν από τα δάκτυλα του πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε πλήκτρο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης.

Το πιάνο (παλαιότερη ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο) είναι μουσικό όργανο, που εντάσσεται στην κατηγορία των πληκτροφόρων (κατ' άλλους θεωρείται χορδόφωνο). Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο μετά το εκκλησιαστικό όργανο.

Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή και στην κλασσική μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.

Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ κρατιέται με το ένα χέρι και ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές.

Το βιολί έχει ταστιέρα χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Οι χορδές του εκτείνονται κατά μήκος της ταστιέρας και στερεώνονται με κλειδιά στον χορδοστάτη, αφού περάσουν επάνω από ένα ξύλινο στήριγμα, τον καβαλάρη, που συγκρατείται στη θέση του από την πίεση των χορδών.

Το βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους.

Το κοντραμπάσο ή αλλιώς βαθύχορδο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι ή με τα δάκτυλα. Έχει μήκος περίπου 1.80 μέτρα και διαθέτει τέσσερις χορδές (μι, λα, ρε, σολ), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Παλιότερα, ήταν τρίχορδο, ενώ σήμερα υπάρχουν και πεντάχορδα όργανα.

Το βιολοντσέλο ή αλλιώς τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Το βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι βασικό όργανο τόσο στη μουσική δωματίου όσο και στη συμφωνική ορχήστρα.

Ο βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Πρόγονος του βιολοντσέλου είναι η βιόλα ντα γκάμπα, την οποία ο εκτελεστής συγκρατούσε ανάμεσα στις γάμπες του.

Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα έγχορδα μουσικά όργανα. Ο σκελετός της σχηματίζει τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές.

Τα συμφωνικά τύμπανα είναι κρουστά όργανα της κατηγορίας των μεμβρανόφωνων. Τα τυμπάνια της συμφωνικής ορχήστρας είναι ημισφαιρικοί λέβητες καλυμμένοι στο στόμιό τους με μεμβράνη από τεχνητό ή φυσικό δέρμα. Οι λέβητες αυτοί είναι συνήθως κατασκευασμένοι από χαλκό, και, όπως σε όλα τα μεμβρανόφωνα κρουστά χρησιμοποιούνται για να αυξήσουν τη δύναμη του ήχου.

Το σετ ντραμς.

Το σετ ντραμς είναι ένα πολυσύνθετο κρουστό όργανο. Αποτελείται από το ταμπούρο, το τομ-τομ, το μπάσο τύμπανο, το κύμβαλο τύπου crash, το κύμβαλο τύπου ride και το κύμβαλο τύπου hihat. Παίζεται με μπαγκέτες.

Ηλεκτρική αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το βάθος ή να παραμορφωθεί.

Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ. Οι πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες από βολφράμιο.

Η ηλεκτρική κιθάρα ήταν ένα όργανο-κλειδί για την ανάπτυξη πολλών μουσικών ειδών που εμφανίστηκαν από τα τέλη του 1940 και μετά όπως το Σικάγο Μπλουζ, το πρώιμο Ροκ εντ Ρολ και το Ροκαμπίλι καθώς και το Μπλουζ Ροκ του 1960.

Το μπάσο είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με τα δάχτυλα ή τον αντίχειρα, με τεχνικές όπως slapping, popping, tapping και thumbing, ή με πένα. Το σχήμα του είναι παρόμοιο με αυτό της ηλεκτρικής κιθάρας, διαφέρει όμως στο μήκος του λαιμού και στην απόσταση των τάστων μεταξύ τους. Συνδέεται με ενισχυτή στις ζωντανές εμφανίσεις. Έχει τέσσερις χορδές συνήθως.

Το ηλεκτρονικό μουσικό όργανο (αρμόνιο) είναι μουσικό όργανο που παράγει ήχο χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά κυκλώματα. Ένα τέτοιο όργανο ακούγεται εκπέμποντας ηλεκτρικό, ηλεκτρονικό ή ψηφιακό σήμα ήχου το οποίο τελικά συνδέεται σε έναν ενισχυτή ισχύος, ο οποίος οδηγεί τον ήχο σε ένα μεγάφωνο.


Ψηφιακή εποχή. Εδώ το concept της μουσικής παραγωγής μέσω browser αποθεώνεται! Μια ολόκληρη πλατφόρμα μουσικής παραγωγής (DAW), στον περιηγητή του κάθε χρήστη, ικανή για να παράξει ολόκληρα μουσικά κομμάτια!


2. Μουσικά όργανα
Τα μουσικά όργανα είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην μουσική ιστορία όχι μόνο επειδή συνεχώς προστίθενται καινούργια και εξελίσσονται τα παλαιοτέρα, αλλά κυρίως επειδή η κάθε χώρα, ο κάθε πολιτισμός, ο κάθε λαός χρησιμοποιεί αλλιώτικα μουσικά όργανα.
Μια θεματική που αφορά κυρίως τα μουσικά όργανα και τους οργανοπαίχτες που χρησιμοποιούνται κυρίαρχα στην κλασική μουσική και σε διάφορα είδη ορχηστρών.
Τα μουσικά όργανα διαχωρίζονται σε πέντε βασικές κατηγορίες, σύμφωνα με τον τρόπο και το υλικό κατασκευής τους και κυρίως με τον τρόπο παραγωγής του ήχου σε:
1. Ιδιόφωνα. Εκείνα που μπορούν να ταλαντωθούν και να παράγουν ήχο με χτύπημα, με κούνημα, με κρούση, με πίτσικο ή με τριβή.
2. Αερόφωνα. Εκείνα που μπορούν να παράγουν ήχο με φυσικό ή απλό ή διπλό επιστόμιο, με γλωττίδα, με δεξαμενή αέρα.
3. Μεμβρανώδη. Εκείνα που μπορούν να παράγουν ήχο με κρούση, τριβή ή ρεύμα αέρα.
4. Χορδόφωνα. Εκείνα που μπορούν να παράγουν ήχο με πιτσικάτες χορδές, με τριβόμενες χορδές, με κρουόμενες χορδές, με παλλόμενες χορδές από ρεύμα αέρα και
5. Ηλεκτρόφωνα. Εκείνα που μπορούν να να παράγουν ήχο με ταλαντωτές, με φωτοηλεκτρικά κύτταρα, με ηλεκτρομηχανικές γεννήτριες, παραδοσιακά όργανα με ενσωματωμένα μικρόφωνα.
Η διάκριση σε αυτές τις κατηγορίες έχει υπάρξει πολλές φορές αντικείμενο αντιπαράθεσης, διότι υπάρχουν πολλά μουσικά όργανα που υπόκεινται σε παραπάνω από μία κατηγορίες, και άλλα, κυρίως παραδοσιακά και εξωτικά όργανα, που δεν υπόκεινται σε καμία από αυτές. Η ταξινόμηση βοηθά στην κατανόηση του τρόπου παρασκευής και στην ποικιλία τρόπων παιξίματος.

Κλασική Ορχήστρα (Συμφωνική Ορχήστρα)
Στη μουσική πρακτική έχει επικρατήσει για τα όργανα της ορχήστρας μία διαφορετική κατάταξη. Ουσιαστικά, ένα μουσικό όργανο χαρακτηρίζεται κυρίως από το ηχόχρωμά του και από την «οικογένεια» στην οποία ανήκει.
Ξεκινώντας από την ορχήστρα κλασικής μουσικής, οι κατηγορίες μουσικών οργάνων είναι αυτές των εγχόρδων, των πνευστών, των κρουστών και άλλων οργάνων, κυρίως πληκτροφόρων. Πιο αναλυτικά:
- Τα έγχορδα απαρτίζονται από τα πρώτα και τα δεύτερα βιολιά, τις βιόλες, τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα.
- Τα πνευστά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στα ξύλινα πνευστά- πίκολο, φλάουτο, κλαρινέτα (σε Σι , σε ΛΑ κ.α.), όμποε και φαγκότο και στα χάλκινα πνευστά (γαλλικά) κόρνα, τρομπέτες, τρομπόνια και τούμπες.
- Τα κρουστά ποικίλουν από σύνθεση σε σύνθεση, υπάρχουν διάφορα είδη τύμπανων, πατίνια, κύμβαλα, καστανιέτες, glockenspiel, ξυλόφωνα και πολλά άλλα. Άλλα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται συχνά είναι η άρπα, το πιάνο, η σελέστα, το αρπίχορδο, η κιθάρα, το όργανο και άλλα.

Παρατήρηση: Τα έγχορδα διακρίνονται σε 3 κατηγορίες:
α) έγχορδα με δοξάρι- π.χ. βιολί,
β) έγχορδα με κτύπημα χορδής -πιάνο,
γ) έγχορδα με τράβηγμα χορδής- κιθάρα.
Τα παραπάνω είναι τα βασικά όργανα της ορχήστρας. Κάθε «οικογένεια» οργάνων διαθέτει μουσικά όργανα διαφορετικών συχνοτήτων, ώστε να πιάνουν μεγάλο μέρος του συχνοτικού φάσματος. Έτσι, η οικογένεια των ξύλινων πνευστών απαρτίζεται και από το κλαρινέτο σε Λα, το μπάσο κλαρινέτο, το κοντραφαγκότο, το Αγγλικό κόρνο και όλα τα σαξόφωνα -σοπράνο, άλτο, τενόρου και μπάσο- (ανήκει στα ξύλινα πνευστά διότι ο ήχος παράγεται από καλάμι). Το ίδιο συμβαίνει με τα χάλκινα πνευστά, όπου για παράδειγμα δεν υπάρχει μόνο το τρομπόνι τενόρο αλλά και το μπάσο τρομπόνι, η τρομπέτα δεν είναι μόνο σε Σι, αλλά και σε άλλα κλειδιά.
Η συμφωνική ορχήστρα θεωρείται ακόμη και σήμερα η πιο άρτια ορχήστρα ακουστικά και μουσικά.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Σε αντίθεση με την κλασική μουσική, τα μουσικά όργανα στην παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιούνται περισσότερο για συνοδεία της μελωδίας των τραγουδιών, δηλαδή της φωνής και για αυτό το λόγο, η μουσική που παίζουν τα παραδοσιακά όργανα θεωρείται ευκολότερη και πιο προσιτή. Η χρήση τους, ακόμα και όταν είναι δεξιοτεχνική, δεν έχει σκοπό την απόδοση ενός συγκεκριμένου μουσικού έργου, με δύσκολα περάσματα, διαφορετικούς τρόπους παιξίματος, άρρυθμα μέρη, πολυποίκιλους χρωματισμούς και πληθώρα άλλων δυσκολιών, αλλά προσφέρεται κυρίως για την άμεση ικανοποίηση των ακροατών, ώστε να υπάρχει κέφι ή νοσταλγία των παλιών καιρών με σκοπούς μελαγχολικούς.
Ο κάθε τόπος έχει και άλλα μουσικά όργανα: άλλα στη νησιωτική, άλλα στην στεριανή Ελλάδα, άλλα στη Δυτική Κρήτη, άλλα στην Ανατολική Κρήτη, άλλα στη Θράκη, άλλα στη Μακεδονία κλπ.
Η γενική ταξινόμηση των οργάνων διακρίνεται σε: χορδόφωνα, ιδιόφωνα, μεμβρανόφωνα, αερόφωνα.
ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ Βιολί, κανονάκι, κεμανές, κεμεντζές, κιθάρα, λαγούτο, λαγουτοκιθάρα, λύρα, μαντολινάτα, ούτι, ταμπουράς
ΙΔΙΟΦΩΝΑ Ζίλια(μετάλλινα κύμβαλα, ξύλινα κουτάλια, ποτήρια κρασιού ή ούζου, το κομπολόι που τρίβεται με ποτήρι του κρασιού), ηχητικά αντικείμενα (ξύλινη ροκάνα, κόχυλας ή μπουρού, πήλινες λαλίτσες κ.α.), κουδούνια(σφαιρικά κουδούνια, χυτά κουδούνια κα), κουτάλια, μασιά, μασούρ-πλεξίδες, νομίσματα, σήμαντρα, σουργούτ, τρίγωνα.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ Γκάιντα, ζουρνάς, κλαρίνο, μαντούρα, σουραύλι, τσαμπούνα, φλογέρα.
ΜΕΜΒΡΑΝΟΦΩΝΑ Νταούλι, ντέφι, ταμπουτσά, τουμπελέκι (πήλινα, ξύλινα, μεταλλικά), τουμπί.

ΑΛΛΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

(Κυρίως Ανατολής-Αφρικής) Ακορντεόν, μπαλαλάικα (ρώσικο, ανήκει στην ίδια οικογένεια του λαούτου, του ιταλικού μαντολίνου και του ελληνικού μπουζουκιού), μπάντζο (τύπος κιθάρας, χρησιμοποιείται στη τζαζ), bendir (κρουστό, Αφρική), μπουζούκι (ελληνικό λαουτοειδές όργανο), darabouka (νταραμπουκα, τύμπανο που προέρχεται από τις Αραβικές χώρες), didjeridu (πνευστό όργανο των Αβοριγίνων της Αυστραλίας), djembe (κρουστό όργανο Δυτικής Αφρικής) gong (κρουστό όργανο κινέζικης προέλευσης), ney (πνευστό όργανο του Ιράν), rain-stick (κρουστό), saz (είδος λαγούτου, Τουρκία και Ανατολή γενικά) sistrum (ή σείστρο, σε μπάντες χρησιμοποιείται) sitar (σιτάρ, Ινδικό λαούτο) shehnai (πνευστό από την βόρεια Ινδία), zills (καστανιέτες, συναντώνται σε διάφορες χώρες με διάφορα ονόματα) Το zither (τσιτερ) είναι ομάδα μουσικών οργάνων σε χώρες της Αφρικής, στην Ιαπωνία και Κίνα. Τα πιο γνωστά τσιτερ είναι τα koto, chin, yang chin.


Τα 90 μουσικά όργανα που καταγράφηκαν και αποδόθηκαν με σκίτσα
Το μονόχορδο
Η κιθάρα του Απόλλωνα
Η αρχαιοελληνική λύρα
Το ακορντεόν
Η κλασική κιθάρα
Η ακουστική κιθάρα
Η ηλεκτρική κιθάρα
Η φυσαρμόνικα
Το ney
Η άρπα
Το εκκλησιαστικό όργανο
Το βιολί
Το βιολοντσέλο
Το κοντραμπάσο
Το αγγλικό κόρνο
Το σαξόφωνο
Η Ποντιακή λύρα
Ο νταχαρές (ή νταϊρές)
Το κλαρίνο
H γκάιντα ή τσαμπούνα
Το νταούλι
Η φλογέρα
Το τουμπελέκι
Το σαντούρι
Το τύμπανο
Το Hang Drum
Η οκαρίνα
Η λαλίτσα
Η πίπα (pipa)
Το banjo
Ο μπαγλαμάς (ή μπαγλαμαδάκι)
Το οργανέτο (barrel organ)
Το μπαντονεόν
Το πιάνο
Το τσέμπαλο
Τα συμφωνικά τύμπανα
Το μπουζούκι
Ο τζουράς
Το φλάουτο
Η τούμπα
Το Γαλλικό κόρνο
Η τρομπέτα
Η σάλπιγγα (ή σάλπιγκξ)
Το τρομπόνι
Το όμποε (ή οξύαυλος)
Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος)
Το φαγκότο (ή βαρύαυλος)
Το λαούτο (ή λαγούτο)
Η Κρητική λύρα
Το ντέφι
Η λατέρνα
Η λάφτα (ή το πολίτικο λαούτο)
Το vielle (ή μεσαιωνικό βιολί)
Ο ταμπουράς
Το κανονάκι
Το μεταλλόφωνο
Το ξυλόφωνο
Το gayageum (ή το kayagum)
Το κινεζικό λαούτο,
Το ραμπάμπ
Το dizi
Η σύριγγα
Η suona,
Ο ζουρνάς
Το mizmar
Το τικτίρι (ή pungi)
Το σαμισέν (shamisen)
Το κινεζικό βιολί Ερ Χου
Το didgeridoo
Το θιαμπόλι
Το σιτάρ
Το σένγκ
Η μπαλαλάικα
Το Ναπολιτάνικο μαντολίνο
Η ηλεκτρική μαντολίνα
Το μακέτο (πορτογαλικό: machete
de braga)
Το ουκουλέλε (ή γιουκαλίλι)
Το μαντολίνο
Το μπουζουκοκίθαρο (Ιρλανδέ-
ζικο μποζούκι)
Το μπάσο κιθάρα
Το σετ Ντραμς
Το αρμόνιο
Ψηφιακή εποχή